- κατατυγχάνειν
- κατατυγχάνωhit one's markpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατατυγχάνω — (AM) μσν. συναντώ κάποιον αρχ. 1. επιτυγχάνω τον σκοπό μου, φθάνω στο επιθυμητό τέλος τών προσπαθειών μου («της στρατείας κατατυχεῑν προσευχόμενοι, Διόδ.) 2. είμαι τυχερός («ἂν δ ἄρα μὴ συμβῇ κατατυχεῑν», Δημοσθ.) 3. τυχαίνω στο μερίδιο κάποιου… … Dictionary of Greek